- αναριάζω
- [ανάρια]αραιώνω, αναριεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάριος — και ανάργιος –α, ο 1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση 2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα 3. επίρρ. ανάρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριός < αραιός, με συνίζηση. ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω. ΣΥΝΘ. αναριοδόντης,… … Dictionary of Greek
αναραιάζω — αναραιεύω, ανάραιος κ.λπ. βλ. αναριάζω, αναριεύω, ανάριος κ.λπ … Dictionary of Greek